Το Μαθράκι είναι το μικρότερο και νοτιότερο από τα Διαπόντια νησιά βορειοδυτικά της Κέρκυρας.
Αποτελεί μέρος της κοινότητας Μαθρακίου της Δημοτικής Ενότητας Μαθρακίου του Δήμου Κεντρικής Κέρκυρας και Διαποντίων Νήσων. Στην απογραφή του 2001 αριθμούσε 186 μόνιμους κατοίκους. Στην ίδια κοινότητα υπάγονται και οι ακατοίκητες νησίδες Διάκοπο, Διάπλο, Πλατεία, Τραχειά (ή Τραχιά) και Ψύλλος Ένα.
Το νησί έχει έκταση 3 τετραγωνικών χιλιομέτρων, σχήμα επίμηκες και καλύπτεται από πυκνή βλάστηση, ενώ το μεγαλύτερο ύψωμα δεν ξεπερνά 152 μέτρα. Απέχει 3 ναυτικά μίλια από τις βορειοδυτικές ακτές της Κέρκυρας. Το νησί είναι προσβάσιμο ακτοπλοϊκά με τακτικά δρομολόγια από την Κέρκυρα και τον Άγιο Στέφανο, τα οποία προσεγγίζουν στο λιμανάκι Πλάκες. Το Μαθράκι παρουσιάζει μικρή τουριστική κίνηση, ενώ και ο εξηλεκτρισμός του ολοκληρώθηκε σχετικά πρόσφατα. Μεγάλος αριθμός κατοίκων του νησιού έχει μεταναστεύσει στις Η.Π.Α.μετά τον πόλεμο, όμως οι περισσότεροι δεν ξέχνούν τον τόπο τους κι επιστρέφουν τα καλοκαίρια για διακοπές.
Το Μαθράκι ορθώνεται μέσα στη θάλασσα μαζί με δύο τεράστιους βράχους. Ο μύθος λέει, ότι οι βράχοι, το Καράβι και η Αρκούς, ήταν ένα Τούρκικο καράβι και μία βάρκα γεμάτη ληστές που κίνησαν μία μέρα να ληστέψουν το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου. Ο Άγιος τους τιμώρησε πετρώνοντας τους και από τότε η βάρκα και το καράβι δέρνονται από τα κύματα.
Η ονομασία «Μαθράκι», σύμφωνα με τον καθηγητή Γεώργιο Ιωσήφ Πάρτς, έχει τις ρίζες του στην αρχαιότητα, όποτε ονομαζόταν Μαλθάκη. Μια εξίσου διαδεδομένη λαϊκή ερμηνεία αναφέρει ότι προέρχεται από τα «αθράκια», δηλαδή τα κάρβουνα, καθώς στο παρελθόν το νησί είχε καεί ολοσχερώς. Βέβαια, η σημερινή του όψη έρχεται σε πλήρη αντίθεση.
Το λεξιλόγιο των ντόπιων είναι ένα κράμα νέων ελληνικών και ιταλικών, με ενσωματωμένα και αυτούσια στοιχεία της αρχαίας ελληνικής.
Μερικές από τις χαρακτηριστικότερες λέξεις της διαλέκτου συναντώνται και στην κερκυραϊκή ντοπιολαλιά της υπαίθρου.
Για παράδειγμα η κερκυραϊκή αποστροφή “ωρή” ή “βωρή” που απευθύνεται προς τις γυναίκες. Ακόμη, οι λέξεις “δικολογιά” (συγγένεια), “κουκούμα” (μπρίκι), “γκρέμπα”(λιθιά), “εσκούλαρε” (λέγεται για το καΐκι που φτάνει στο λιμάνι), “κουρούνα” (κακομοίρα), “τούρι” (γάϊδαρος), “προβιά” (αρνιά).
Οι γυναίκες καλούν τις κότες τους με τον ήχο “πίλου-πίλου”, τα πρόβατα “τσούι-τσούι” και τα γαϊδούρια τους με τον ήχο “άι-άι”.
Το Μαθράκι είναι καταπράσινο. Καλύπτεται από πυκνή βλάστηση με πανέμορφα λουλουδιασμένα λιβάδια και ατελείωτους ελαιώνες που προσφέρουν φυσική κάλυψη στα αραιοκατοικημένα σπίτια των οικισμών. Ανάμεσα στα δέντρα και τα σπίτια, υπάρχουν «χαραγμένα» πέτρινα μονοπάτια που ξεκινούν από το λιμάνι, διασχίζουν τα δύο χωριά και καταλήγουν στο άλλο άκρο του νησιού.
Σήμα κατατεθέν του είναι οι παραλίες του. Η απέραντη αμμουδιά του Πορτέλο με τα ρηχά καταγάλανα νερά της, καταλαμβάνει σχεδόν όλη την βορειοανατολική πλευρά του Μαθρακίου. Οι βορειοδυτικές ακτές του νησιού θεωρούνται ο παράδεισος των καταδυτών και των ψαροντουφεκάδων, ενώ στις νότιες βρίσκεται το γραφικό ψαρολίμανο των Απιδιών, όπου ο επισκέπτης μπορεί να απολαύσει ένα ειδυλλιακό ηλιοβασίλεμα.